involve - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

involve - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Involved; Involve (disambiguation)

INVOLVE         

الفعل

أَوْقَعَ فِي وَرْطة ; زَجَّ ; وَرَّطَ

involve         
فِعْل : يورِّط . يستلزم
involve         
يَكْتَنِف

Ορισμός

involve
¦ verb
1. include as a necessary part or result.
cause to experience or participate in an activity or situation.
2. (be/get involved) be or become occupied or engrossed in something.
3. (be involved) be engaged in an emotional or personal relationship: Angela was involved with someone else.
Derivatives
involvement noun
Origin
ME (in the senses 'enfold' and 'entangle'): from L. involvere, from in- 'into' + volvere 'to roll'.

Βικιπαίδεια

Involve

Involve may refer to:

  • Involve (think tank), The Involve Foundation, a UK-based organisation that focuses on public participation
  • INVOLVE (UK National Advisory group), a UK national advisory Group that promotes public involvement in health and social care research
  • Involve, a Journal of Mathematics
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για involve
1. The small lessons involve poverty; the large lessons involve politics.
2. More than 80 percent of the slayings involve handguns, and most involve young black males.
3. Both involve Hugo Chávez, Venezuela‘s president.
4. Theoretically, such arrangements involve security risks.
5. -- (laughter) -- when we involve the other three.